πάρυγρα

πάρυγρα
πάρυγρος
somewhat wet
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάρυγρος — ον, Α 1. ο κάπως υγρός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ πάρυγρος, τὸ πάρυγρον είδος εμπλάστρου 3. φρ. «πάρυγρα πράσσω» εργάζομαι στην παραλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”